- μοιροκρατικός
- η , ό[ν] фаталистический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοιροκρατικός — ή, ό [μοιροκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιροκρατία («μοιροκρατικές αντιλήψεις») … Dictionary of Greek